συντεκνοποιώ

συντεκνοποιώ
-έω, Α [τεκνοποιώ]
(για άνδρα) κάνω ή έχω μαζί με γυναίκα παιδί ή παιδιά («ὁ ἀνὴρ τὴν συντεκνοποιήσουσαν ἑαυτῷ τρέφει», Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συντεκνώ — όω, Α 1. ανατρέφω συγχρόνως 2. συντεκνοποιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκνῶ (< τέκνον), πρβλ. προ τεκνῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”